Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐπιμύω < λείπει η ετυμολογία

ἐπιμύω

  1. κλείνω τα μάτια
    ※  2ος πκε αιώνας Πολύβιος, Ἱστορίαι, 4.27.7 @scaife.perseus
    ἀνοίᾳ μετὰ κακίας χρησάμενοι προφανῶς διὰ τὸ δοκεῖν, ἐάν τις αὐτὸς ἐπιμύῃ, μηδὲ τοὺς πέλας ὁρᾶν.
  2. κλείνω τα μάτια μου, για να εκφράσω συναίνεση
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Σφῆκες, στίχ. 934
    νὴ τὸν Δί᾽, ἐπιμύει γέ τοι.
    «Ναι» λέει τα μάτια κλειώντας, μά το Δία
    Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
  3. (για πληγές) κλείνω
  4. (μεταφορικά) πεθαίνω

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη μύω