ἐπιμύω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἐπιμύω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαἐπιμύω
- κλείνω τα μάτια
- ※ 2ος πκε αιώνας ⌘ Πολύβιος, Ἱστορίαι, 4.27.7 @scaife.perseus
- ἀνοίᾳ μετὰ κακίας χρησάμενοι προφανῶς διὰ τὸ δοκεῖν, ἐάν τις αὐτὸς ἐπιμύῃ, μηδὲ τοὺς πέλας ὁρᾶν.
- ※ 2ος πκε αιώνας ⌘ Πολύβιος, Ἱστορίαι, 4.27.7 @scaife.perseus
- κλείνω τα μάτια μου, για να εκφράσω συναίνεση
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Σφῆκες, στίχ. 934
- νὴ τὸν Δί᾽, ἐπιμύει γέ τοι.
- «Ναι» λέει τα μάτια κλειώντας, μά το Δία
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- νὴ τὸν Δί᾽, ἐπιμύει γέ τοι.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Σφῆκες, στίχ. 934
- (για πληγές) κλείνω
- (μεταφορικά) πεθαίνω
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη μύω
Κλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἐπιμύω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐπιμύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.