διαπόρθμευσις
Ετυμολογία
επεξεργασία- διαπόρθμευσις < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διαπόρθμευσις. Μορφολογικά αναλύεται σε διαπορθμεύ(ω) + -σις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιαπόρθμευσις θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις διαπορθμεύω και πορθμός
Πηγές
επεξεργασία- διαπόρθμευσις - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | διαπόρθμευσῐς | αἱ | διαπορθμεύσεις | ||||
γενική | τῆς | διαπορθμεύσεως | τῶν | διαπορθμεύσεων | ||||
δοτική | τῇ | διαπορθμεύσει | ταῖς | διαπορθμεύσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | διαπόρθμευσῐν | τὰς | διαπορθμεύσεις | ||||
κλητική ὦ! | διαπόρθμευσῐ | διαπορθμεύσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διαπορθμεύσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | διαπορθμευσέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διαπόρθμευσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική διαπορθμεύ(ω) + -σις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιαπόρθμευσις, -εως θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις πορθμεύω και πορθμός
Πηγές
επεξεργασία- διαπόρθμευσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.