Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

διαπορθμεύσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος διαπορθμεύω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαπορθμεύω
  3. θα διαπορθμεύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαπορθμεύω