Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀπόφασις

  1. τελική κρίση, γνώμη
  2. απάντηση
  3. (νομικός όρος) απόφανση, δικαστική κρίση
  4. διάταγμα, διαταγή

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία




 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀπόφασῐς αἱ ἀποφάσεις
      γενική τῆς ἀποφάσεως τῶν ἀποφάσεων
      δοτική τῇ ἀποφάσει ταῖς ἀποφάσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἀπόφασῐν τὰς ἀποφάσεις
     κλητική ! ἀπόφασῐ ἀποφάσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀποφάσει
γεν-δοτ τοῖν  ἀποφασέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

επεξεργασία
ἀπόφασις < ἀποφαίνω: ἀπό- + φάσις (κατηγορία) < μηδενική βαθμίδα φα- του φαίνω[1] (φανερώνω, φέρνω στο φως) < απώτερη αρχή η πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰeh₂- (με τη σημασία: λάμπω)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀπόφᾰσις θηλυκό

Ετυμολογία 2

επεξεργασία
ἀπόφασις < ἀπόφημι: < ἀπό- + φάσις < θέμα φα- του φημί[2] < απώτερη αρχή η πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰeh₂- (με τη σημασία: λέω, μιλάω)
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: μεσαιωνικά ελληνικά: ἀπόφασις νέα ελληνικά: απόφαση

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀπόφᾰσις θηλυκό

Αναφορές

επεξεργασία
  1. «φαίνω» - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.
  2. «φημί» - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.