Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀπόφανσις < ἀποφαίνω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀπόφανσις θηλυκό

  1. δήλωση
  2. διακήρυξη, βεβαίωση