Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κατάφασῐς αἱ καταφάσεις
      γενική τῆς καταφάσεως τῶν καταφάσεων
      δοτική τῇ καταφάσει ταῖς καταφάσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κατάφασῐν τὰς καταφάσεις
     κλητική ! κατάφασῐ καταφάσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καταφάσει
γεν-δοτ τοῖν  καταφασέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατάφασις < κατά- + φᾰ-, μεταπτωτική βαθμίδα *bʰh₂- του θέματος για την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰeh₂- (με δύο σημασίες). Για τις δύο σημασίες και τις αντίστοιχες ετυμολογικές οικογένειες → δείτε τη λέξη φάσις. To συγγενικό καταφάσκω ανήκει στην οικογένεια του φημί.
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: κατάφαση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κατάφασις, -εως θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη φάσις

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία