ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διάσεισῐς αἱ διασείσεις
      γενική τῆς διασείσεως τῶν διασείσεων
      δοτική τῇ διασείσει ταῖς διασείσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν διάσεισῐν τὰς διασείσεις
     κλητική ! διάσεισῐ διασείσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διασείσει
γεν-δοτ τοῖν  διασεισέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διάσεισις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική διασεί(ω) + -σις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διάσεισις, -εως θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία