Δείτε επίσης: ημέρευση
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἡμέρευσῐς αἱ ἡμερεύσεις
      γενική τῆς ἡμερεύσεως τῶν ἡμερεύσεων
      δοτική τῇ ἡμερεύσει ταῖς ἡμερεύσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἡμέρευσῐν τὰς ἡμερεύσεις
     κλητική ! ἡμέρευσῐ ἡμερεύσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἡμερεύσει
γεν-δοτ τοῖν  ἡμερευσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἡμέρευσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἡμερεύ(ω) + -σις < ἡμέρα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἡμέρευσις θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία