ἡμέρευσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἡμέρευσῐς | αἱ | ἡμερεύσεις | ||||
γενική | τῆς | ἡμερεύσεως | τῶν | ἡμερεύσεων | ||||
δοτική | τῇ | ἡμερεύσει | ταῖς | ἡμερεύσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | ἡμέρευσῐν | τὰς | ἡμερεύσεις | ||||
κλητική ὦ! | ἡμέρευσῐ | ἡμερεύσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἡμερεύσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ἡμερευσέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἡμέρευσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἡμερεύ(ω) + -σις < ἡμέρα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἡμέρευσις θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) το να περνώ τη μέρα μου
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἡμέρευσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.