Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀπόνιψις < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἀπόνιψις. Συγχρονικά αναλύεται σε ἀπό- + νίψις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀπόνιψις θηλυκό (καθαρεύουσα), λόγιο

  1. το πλύσιμο, το νίψιμο προσώπου και χεριών
  2. (μεταφορικά) απόνιψη, η συγχώρεση αμαρτίας

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀπόνιψις < ελληνιστική κοινή ἀπόνιψις. Συγχρονικά αναλύεται σε ἀπό- + νίψις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀπόνιψις θηλυκό

  1. νίψιμο, καθάρισμα
  2. απόνιψη αμαρτιών

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀπόνιψῐς αἱ ἀπονίψεις
      γενική τῆς ἀπονίψεως τῶν ἀπονίψεων
      δοτική τῇ ἀπονίψει ταῖς ἀπονίψεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἀπόνιψῐν τὰς ἀπονίψεις
     κλητική ! ἀπόνιψῐ ἀπονίψεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀπονίψει
γεν-δοτ τοῖν  ἀπονιψέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀπόνιψις < ἀπό- + νίψις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀπόνιψις θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία