ἀπόνιψις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀπόνιψις < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἀπόνιψις. Συγχρονικά αναλύεται σε ἀπό- + νίψις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀπόνιψις θηλυκό (καθαρεύουσα), λόγιο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη νίπτω
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀπόνιψις < ελληνιστική κοινή ἀπόνιψις. Συγχρονικά αναλύεται σε ἀπό- + νίψις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀπόνιψις θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- σελ.87, Τόμος Γ - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἀπόνιψῐς | αἱ | ἀπονίψεις | ||||
γενική | τῆς | ἀπονίψεως | τῶν | ἀπονίψεων | ||||
δοτική | τῇ | ἀπονίψει | ταῖς | ἀπονίψεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | ἀπόνιψῐν | τὰς | ἀπονίψεις | ||||
κλητική ὦ! | ἀπόνιψῐ | ἀπονίψεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀπονίψει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀπονιψέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἀπόνιψις θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη νίπτω
Πηγές
επεξεργασία- ἀπόνιψις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.