διάστασις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | διάστασῐς | αἱ | διαστάσεις |
γενική | τῆς | διαστάσεως | τῶν | διαστάσεων |
δοτική | τῇ | διαστάσει | ταῖς | διαστάσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | διάστασῐν | τὰς | διαστάσεις |
κλητική ὦ! | διάστασῐ | διαστάσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διαστάσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | διαστασέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαδιάστασις, -εως θηλυκό
- χωρισμός σε απόσταση, το να στέκεται κάποιος μακριά, η διάσταση
- (ελληνιστική σημασία) το διαζύγιο
Συγγενικά
επεξεργασίαθέμα διαστα-
→ και δείτε τη λέξη διίστημι και ἵστημι
Πηγές
επεξεργασία- διάστασις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διάστασις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.