Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαστατός η διαστατή το διαστατό
      γενική του διαστατού της διαστατής του διαστατού
    αιτιατική τον διαστατό τη διαστατή το διαστατό
     κλητική διαστατέ διαστατή διαστατό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαστατοί οι διαστατές τα διαστατά
      γενική των διαστατών των διαστατών των διαστατών
    αιτιατική τους διαστατούς τις διαστατές τα διαστατά
     κλητική διαστατοί διαστατές διαστατά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαστατός < ελληνιστική κοινή διαστατός < αρχαία ελληνική διίστημι

  Επίθετο επεξεργασία

διαστατός, -ή, -ό

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία