↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διαπύησῐς αἱ διαπυήσεις
      γενική τῆς διαπυήσεως τῶν διαπυήσεων
      δοτική τῇ διαπυήσει ταῖς διαπυήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν διαπύησῐν τὰς διαπυήσεις
     κλητική ! διαπύησῐ διαπυήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διαπυήσει
γεν-δοτ τοῖν  διαπυησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διαπύησις < διαπυέω, διαπυη- + -σις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διαπύησις, -εως θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις διαπυέω, πύησις και πύον