διαπύησις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | διαπύησῐς | αἱ | διαπυήσεις |
γενική | τῆς | διαπυήσεως | τῶν | διαπυήσεων |
δοτική | τῇ | διαπυήσει | ταῖς | διαπυήσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | διαπύησῐν | τὰς | διαπυήσεις |
κλητική ὦ! | διαπύησῐ | διαπυήσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διαπυήσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | διαπυησέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαδιαπύησις, -εως θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις διαπυέω, πύησις και πύον
Πηγές
επεξεργασία- διαπύησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.