Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διάχυσῐς αἱ διαχύσεις
      γενική τῆς διαχύσεως τῶν διαχύσεων
      δοτική τῇ διαχύσει ταῖς διαχύσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν διάχυσῐν τὰς διαχύσεις
     κλητική ! διάχυσῐ διαχύσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διαχύσει
γεν-δοτ τοῖν  διαχυσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διάχυσις < διαχέω + -σις όπως χύσις < χέω. Μορφολογικά αναλύεται σε διά- + χύσις.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διάχυσις, -εως θηλυκό

  1. διάχυση, διασπορά, διασκορπισμός, εξάπλωση
  2. (ελληνιστική σημασία) διασκέδαση, ευθυμία, χαρούμενη διάθεση

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις διαχέω, χύσις και χέω

  Πηγές επεξεργασία