διάχυσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | διάχυσῐς | αἱ | διαχύσεις |
γενική | τῆς | διαχύσεως | τῶν | διαχύσεων |
δοτική | τῇ | διαχύσει | ταῖς | διαχύσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | διάχυσῐν | τὰς | διαχύσεις |
κλητική ὦ! | διάχυσῐ | διαχύσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διαχύσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | διαχυσέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαδιάχυσις, -εως θηλυκό
- διάχυση, διασπορά, διασκορπισμός, εξάπλωση
- (ελληνιστική σημασία) διασκέδαση, ευθυμία, χαρούμενη διάθεση
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις διαχέω, χύσις και χέω
Πηγές
επεξεργασία- διάχυσις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διάχυσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.