Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χύσις < χέω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χύσις θηλυκό

  1. ροή, αφθονία
  2. χύσιμο
  3. τήξη