ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διαλάλησῐς αἱ διαλαλήσεις
      γενική τῆς διαλαλήσεως τῶν διαλαλήσεων
      δοτική τῇ διαλαλήσει ταῖς διαλαλήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν διαλάλησῐν τὰς διαλαλήσεις
     κλητική ! διαλάλησῐ διαλαλήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διαλαλήσει
γεν-δοτ τοῖν  διαλαλησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διαλάλησις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική διαλαλέω / διαλαλῶ, διαλαλη- + -σις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διαλάλησις, -εως θηλυκό