Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

διαλαλήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος διαλαλώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαλαλώ
  3. θα διαλαλήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαλαλώ