διατίμησις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | διατίμησῐς | αἱ | διατιμήσεις | ||||
γενική | τῆς | διατιμήσεως | τῶν | διατιμήσεων | ||||
δοτική | τῇ | διατιμήσει | ταῖς | διατιμήσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | διατίμησῐν | τὰς | διατιμήσεις | ||||
κλητική ὦ! | διατίμησῐ | διατιμήσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διατιμήσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | διατιμησέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διατίμησις (ελληνιστική κοινή) < διατιμάω / διατιμῶ, διατιμη- (υπολογίζω αξίω, αρχαία σημασία: σταματάω τα τιμω) + -σις < → δείτε τη λέξη τιμή
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιατίμησις, -εως θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- διατίμησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.