ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διατίμησῐς αἱ διατιμήσεις
      γενική τῆς διατιμήσεως τῶν διατιμήσεων
      δοτική τῇ διατιμήσει ταῖς διατιμήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν διατίμησῐν τὰς διατιμήσεις
     κλητική ! διατίμησῐ διατιμήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διατιμήσει
γεν-δοτ τοῖν  διατιμησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διατίμησις (ελληνιστική κοινή) < διατιμάω / διατιμῶ, διατιμη- (υπολογίζω αξίω, αρχαία σημασία: σταματάω τα τιμω) + -σις < → δείτε τη λέξη τιμή

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διατίμησις, -εως θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία