διατιμήσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
διατιμήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος διατιμώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διατιμώ
- θα διατιμήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διατιμώ