Ετυμολογία

επεξεργασία
διατιμώ < ελληνιστική κοινή διατιμάω / διατιμῶ (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική διατιμάω / διατιμῶ < τιμάω / τιμῶ < τιμή

διατιμώ (παθητική φωνή: διατιμώμαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία