Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αδιατίμητος η αδιατίμητη το αδιατίμητο
      γενική του αδιατίμητου της αδιατίμητης του αδιατίμητου
    αιτιατική τον αδιατίμητο την αδιατίμητη το αδιατίμητο
     κλητική αδιατίμητε αδιατίμητη αδιατίμητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αδιατίμητοι οι αδιατίμητες τα αδιατίμητα
      γενική των αδιατίμητων των αδιατίμητων των αδιατίμητων
    αιτιατική τους αδιατίμητους τις αδιατίμητες τα αδιατίμητα
     κλητική αδιατίμητοι αδιατίμητες αδιατίμητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αδιατίμητος < καθαρεύουσα ἀδιατίμητος, -ος, -ον. Αναλύεται σε α- (στερητικό) + διατιμώ + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

αδιατίμητος, -η, -ο

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη τιμή

  Μεταφράσεις επεξεργασία