αδιατίμητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αδιατίμητος < καθαρεύουσα ἀδιατίμητος, -ος, -ον. Αναλύεται σε α- (στερητικό) + διατιμώ + -τος
Επίθετο
επεξεργασίααδιατίμητος, -η, -ο
- (οικονομία, νομικός όρος) που δεν έχει διατιμηθεί σε χρήμα από την αγορανομία (βλ. λ. διατίμηση) ή που υφίσταται αδυναμία να διατιμηθεί
- αδιατίμητα εμπορεύματα
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη τιμή
Μεταφράσεις
επεξεργασία αδιατίμητος
|