θρόμβωσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | θρόμβωσῐς | αἱ | θρομβώσεις | ||||
γενική | τῆς | θρομβώσεως | τῶν | θρομβώσεων | ||||
δοτική | τῇ | θρομβώσει | ταῖς | θρομβώσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | θρόμβωσῐν | τὰς | θρομβώσεις | ||||
κλητική ὦ! | θρόμβωσῐ | θρομβώσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θρομβώσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | θρομβωσέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- θρόμβωσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική θρομβόομαι / θρομβοῦμαι, θρομβω- + -σις < θρόμβος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθρόμβωσις θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- θρόμβωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.