ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική θρόμβωσῐς αἱ θρομβώσεις
      γενική τῆς θρομβώσεως τῶν θρομβώσεων
      δοτική τῇ θρομβώσει ταῖς θρομβώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν θρόμβωσῐν τὰς θρομβώσεις
     κλητική ! θρόμβωσῐ θρομβώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θρομβώσει
γεν-δοτ τοῖν  θρομβωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θρόμβωσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική θρομβόομαι / θρομβοῦμαι, θρομβω- + -σις < θρόμβος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

θρόμβωσις θηλυκό