↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δεφένδευσῐς αἱ δεφενδεύσεις
      γενική τῆς δεφενδεύσεως τῶν δεφενδεύσεων
      δοτική τῇ δεφενδεύσει ταῖς δεφενδεύσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν δεφένδευσῐν τὰς δεφενδεύσεις
     κλητική ! δεφένδευσῐ δεφενδεύσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δεφενδεύσει
γεν-δοτ τοῖν  δεφενδευσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δεφένδευσις < δεφενδεύω + -σις < λατινική defendo

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δεφένδευσις θηλυκό

  • άμυνα, προστασία
    ※  Ἐπεὶ καὶ ὁ παρὼν οὗτος χρυσόβουλλος τῆς βασιλείας μου εἰς τὴν περὶ τούτου ἀνενοχλησίαν καὶ δεφένδευσιν καὶ ἀσφάλειαν ἐπεχορηγήθη καὶ ἐπεβραβεύθη τῇ τοιαύτῃ σεβασμίᾳ μονῇ τῆς ὑπεραγίας δεσποίνης Θεοτόκου τῆς Ἐλεούσης καὶ ἐπικεκλημένῃ τῆς Λυκουσάδας.
    Χρυσόβουλο (1332) του Ανδρονίκου Γʹ Παλαιολόγου για τη μονή της Λυκουσάδας, 54–60. Antonio Carile, Guglielmo Cavallo, «Το ανέκδοτο χρυσόβουλο του Ανδρονίκου Γʹ Παλαιολόγου για τη μονή της Λυκουσάδας (1332;)», Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 15 (1989) 52