defendo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | defendo | defendoj |
αιτιατική | defendon | defendojn |
defendo (eo)
- η άμυνα
Εκφράσεις επεξεργασία
- ministro pri Defendo - υπουργός Εθνικής Άμυνας