ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐκλέπτυνσῐς αἱ ἐκλεπτύνσεις
      γενική τῆς ἐκλεπτύνσεως τῶν ἐκλεπτύνσεων
      δοτική τῇ ἐκλεπτύνσει ταῖς ἐκλεπτύνσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἐκλέπτυνσῐν τὰς ἐκλεπτύνσεις
     κλητική ! ἐκλέπτυνσῐ ἐκλεπτύνσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐκλεπτύνσει
γεν-δοτ τοῖν  ἐκλεπτυνσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐκλέπτυνσις < ἐκλεπτύν(ω) (ἐκ- + αρχαία ελληνική λεπτύνω) + -σις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἐκλέπτυνσις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις λέπτυνσις και λεπτός