πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λέπτυνσῐς αἱ λεπτύνσεις
      γενική τῆς λεπτύνσεως τῶν λεπτύνσεων
      δοτική τῇ λεπτύνσει ταῖς λεπτύνσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν λέπτυνσῐν τὰς λεπτύνσεις
     κλητική ! λέπτυνσῐ λεπτύνσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λεπτύνσει
γεν-δοτ τοῖν  λεπτυνσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
λέπτυνσις < λεπτύν(ω) + -σις

Ουσιαστικό

επεξεργασία

λέπτυνσις, -εως θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τη λέξη λεπτός