ζήλωσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ζήλωσῐς | αἱ | ζηλώσεις |
γενική | τῆς | ζηλώσεως | τῶν | ζηλώσεων |
δοτική | τῇ | ζηλώσει | ταῖς | ζηλώσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | ζήλωσῐν | τὰς | ζηλώσεις |
κλητική ὦ! | ζήλωσῐ | ζηλώσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ζηλώσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ζηλωσέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαζήλωσις θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ζῆλος
Πηγές
επεξεργασία- ζήλωσις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ζήλωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.