Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ζήλωσῐς αἱ ζηλώσεις
      γενική τῆς ζηλώσεως τῶν ζηλώσεων
      δοτική τῇ ζηλώσει ταῖς ζηλώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ζήλωσῐν τὰς ζηλώσεις
     κλητική ! ζήλωσῐ ζηλώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ζηλώσει
γεν-δοτ τοῖν  ζηλωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζήλωσις < ζηλόω / ζηλῶ + -σις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζήλωσις θηλυκό

  1. μίμηση
  2. επιδίωξη με ζήλο
  3. ζήλια

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία