Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ζηλώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ζηλώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ζηλώ
  3. θα ζηλώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ζηλώ