ζηλώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ζηλώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ζηλῶ, συνηρημένος τύπος του ζηλόω < ζῆλος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ziˈlo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζη‐λώ
- τονικό παρώνυμο: ζήλο
Ρήμα επεξεργασία
ζηλώ, -οίς, -οί..., αόριστος κατά τα αρχαία: εζήλωσα (χωρίς παθητική φωνή)
- (αρχαιοπρεπές, ειρωνικό) ζηλεύω κάτι ή κάποιον και επιθυμώ να το μιμηθώ
- ※ «Το Κρεμλίνο εζήλωσε τη δόξα της Σίλικον Βάλεϊ» […] η νέα πόλη επιστημόνων ήταν ιδέα της Επιτροπής Εκσυγχρονισμού. […]
- Τίτλος άρθρου, @tamea.gr, 2010.04.17
- ※ «Το Κρεμλίνο εζήλωσε τη δόξα της Σίλικον Βάλεϊ» […] η νέα πόλη επιστημόνων ήταν ιδέα της Επιτροπής Εκσυγχρονισμού. […]
Συγγενικά επεξεργασία
Κλίση επεξεργασία
- → λείπει η κλίση
- ορισμένοι τύποι του ρήματος γράφονται (λόγια) με -οι: ζηλοίς, ζηλοί, ζηλοίτε…
Μεταφράσεις επεξεργασία
ζηλώ
|
Πηγές επεξεργασία
- ζηλώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)