ζηλωτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ζηλωτικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ζηλωτικός κατά τη σημασία του ζηλωτής (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Επίθετο
επεξεργασίαζηλωτικός, -ή, -ό
- (εκκλησιαστικός όρος, ιστορία) που έχει σχέση ή αναφέρεται στον ζηλωτή ή τους Ζηλωτές [1]
- είτε στα «Ζηλωτικά» γεγονότα στη Θεσσαλονίκη (1342-1349)
- ※ Αρχιμανδρίτης Βασίλειος Παπαδάκης, Το Σχίσμα του Ζηλωτικού Παλαιοημερολογιτισμού, εκδ. Σταμούλης, 2008
- ※ Και αυτά ακόμη τα ιστορικά γεγονότα διαψεύδουν τις εκτιμήσεις περί λαοπρόβλητης Ζηλωτικής κίνησης (Βυζαντινά, τόμος 18, 1996, σελ. 282)
- ※ Τόν Γέροντα Γαβριήλ Διονυσιάτη , ὅταν ἦταν σέ ἔξαρση τά ζηλωτικά στό Ἅγιον Ὄρος, νά κρατᾶ μέ τό κῦρος του ἰσορροπίες καί νά διασφαλίζει τήν ἐκκλησιολογική γραμμή τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος μέ τή σοφία του (Αρχιμανδρίτου του Οικουμενικού Θρόνου, Χρυσοστόμου Παπαδάκη. Φιλάγια Εντρυφήματα, Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, 2022 [1])
- είτε τους οπαδούς εβραϊκής επανάστασης του 1ου μεταχριστιανικού αιώνα στην Παλαιστίνη κατά των Ρωμαίων
- είτε στα «Ζηλωτικά» γεγονότα στη Θεσσαλονίκη (1342-1349)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ζηλωτής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ετυμολογία
επεξεργασία- ζηλωτικός < αρχαία ελληνική ζηλωτικός
Επίθετο
επεξεργασίαζηλωτικός
Παράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ζῆλος
Πηγές
επεξεργασία- ζηλωτικός - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- ζηλωτικόν - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαζηλωτικός, -ή, -όν
- γεμάτος ενθουσιασμό και ζήλο
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη ζῆλος
Πηγές
επεξεργασία- ζηλωτικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ζηλωτικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.