Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ζηλωτός ζηλωτή
ζηλωτός
τὸ ζηλωτόν
      γενική τοῦ ζηλωτοῦ τῆς ζηλωτῆς
ζηλωτοῦ
τοῦ ζηλωτοῦ
      δοτική τῷ ζηλωτ τῇ ζηλωτ
ζηλωτ
τῷ ζηλωτ
    αιτιατική τὸν ζηλωτόν τὴν ζηλωτήν
ζηλωτόν
τὸ ζηλωτόν
     κλητική ! ζηλωτέ ζηλωτή
ζηλωτέ
ζηλωτόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ζηλωτοί αἱ ζηλωταί
ζηλωτοί
τὰ ζηλωτᾰ́
      γενική τῶν ζηλωτῶν τῶν ζηλωτῶν
ζηλωτῶν
τῶν ζηλωτῶν
      δοτική τοῖς ζηλωτοῖς ταῖς ζηλωταῖς
ζηλωτοῖς
τοῖς ζηλωτοῖς
    αιτιατική τοὺς ζηλωτούς τὰς ζηλωτᾱ́ς
ζηλωτούς
τὰ ζηλωτᾰ́
     κλητική ! ζηλωτοί ζηλωταί
ζηλωτοί
ζηλωτᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ζηλωτώ τὼ ζηλωτᾱ́
ζηλωτώ
τὼ ζηλωτώ
      γεν-δοτ τοῖν ζηλωτοῖν τοῖν ζηλωταῖν
ζηλωτοῖν
τοῖν ζηλωτοῖν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ός, λιγότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'σπαρτός' όπως «σπαρτός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζηλωτός < ζηλόω / ζηλῶ + -τός

  Επίθετο επεξεργασία

ζηλωτός, -ή, -όν & -ός, -ός, -όν

  1. ο άξιος να τον μιμηθεί κάποιος, ο αξιοζήλευτος, αξιοθαύμαστος
  2. σ ευτυχισμένος, σ τυχερός

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία