Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζηλώτρια οι ζηλώτριες
      γενική της ζηλώτριας των ζηλωτριών
    αιτιατική τη ζηλώτρια τις ζηλώτριες
     κλητική ζηλώτρια ζηλώτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζηλώτρια < ζηλω(τής) + -τρια

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ziˈlo.tɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζη‐λώ‐τρι‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζηλώτρια θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε ζηλωτής

  Πηγές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζηλώτρια < αρχαία ελληνική ζηλω(τής) + -τρια

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζηλώτρια θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία