ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διάνοιξῐς αἱ διανοίξεις
      γενική τῆς διανοίξεως τῶν διανοίξεων
      δοτική τῇ διανοίξει ταῖς διανοίξεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν διάνοιξῐν τὰς διανοίξεις
     κλητική ! διάνοιξῐ διανοίξεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διανοίξει
γεν-δοτ τοῖν  διανοιξέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διάνοιξις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική διανοίγω, διανοιγ- + -σις > -ξις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διάνοιξις, -εως θηλυκό