Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

διανοίξει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος διανοίγω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διανοίγω
  3. θα διανοίξει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διανοίγω