Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διάρθρωσῐς αἱ διαρθρώσεις
      γενική τῆς διαρθρώσεως τῶν διαρθρώσεων
      δοτική τῇ διαρθρώσει ταῖς διαρθρώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν διάρθρωσῐν τὰς διαρθρώσεις
     κλητική ! διάρθρωσῐ διαρθρώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διαρθρώσει
γεν-δοτ τοῖν  διαρθρωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διάρθρωσις < διαρθόω / διαρθρῶ + -σις. Μορφολογικά, (διά) δι- & ἄρθρωσις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διάρθρωσις, -εως θηλυκό

  1. η ευκολία στην άρθρωση (στην προφορά)
  2. η διάρθρωση σε μέρη
  3. (ιατρική) η ευκολία στην κίνηση των αρθρώσεων, των κλειδώσεων
     αντώνυμα: συνάρθρωσις

  Πηγές επεξεργασία