διάρθρωσις
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | διάρθρωσῐς | αἱ | διαρθρώσεις |
γενική | τῆς | διαρθρώσεως | τῶν | διαρθρώσεων |
δοτική | τῇ | διαρθρώσει | ταῖς | διαρθρώσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | διάρθρωσῐν | τὰς | διαρθρώσεις |
κλητική ὦ! | διάρθρωσῐ | διαρθρώσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διαρθρώσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | διαρθρωσέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
διάρθρωσις, -εως θηλυκό
- η ευκολία στην άρθρωση (στην προφορά)
- η διάρθρωση σε μέρη
- (ιατρική) η ευκολία στην κίνηση των αρθρώσεων, των κλειδώσεων
Πηγές επεξεργασία
- διάρθρωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.