Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διόπτευσῐς αἱ διοπτεύσεις
      γενική τῆς διοπτεύσεως τῶν διοπτεύσεων
      δοτική τῇ διοπτεύσει ταῖς διοπτεύσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν διόπτευσῐν τὰς διοπτεύσεις
     κλητική ! διόπτευσῐ διοπτεύσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διοπτεύσει
γεν-δοτ τοῖν  διοπτευσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

διόπτευσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική διοπτεύ(ω) < δι- (δια-) + ὀπτεύω) + -σις
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: διόπτευση

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

διόπτευσις, -εως θηλυκό

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  ΠηγέςΕπεξεργασία