καταμέρισις
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | καταμέρισῐς | αἱ | καταμερίσεις | ||||
γενική | τῆς | καταμερίσεως | τῶν | καταμερίσεων | ||||
δοτική | τῇ | καταμερίσει | ταῖς | καταμερίσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | καταμέρισῐν | τὰς | καταμερίσεις | ||||
κλητική ὦ! | καταμέρισῐ | καταμερίσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καταμερίσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | καταμερισέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- καταμέρισις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική καταμερί(ζω) + -σις < κατα- + μερίζω
Ουσιαστικό επεξεργασία
καταμέρισις, -εως θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
- καταμέρισις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.