καταμερίσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
καταμερίσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος καταμερίζω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταμερίζω
- θα καταμερίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταμερίζω