↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀνάκρισῐς αἱ ἀνακρίσεις
      γενική τῆς ἀνακρίσεως τῶν ἀνακρίσεων
      δοτική τῇ ἀνακρίσει ταῖς ἀνακρίσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἀνάκρισῐν τὰς ἀνακρίσεις
     κλητική ! ἀνάκρισῐ ἀνακρίσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀνακρίσει
γεν-δοτ τοῖν  ἀνακρισέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀνάκρισις < ἀνακρίνω + -σις κρίνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *krey-

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀνάκρισις

  1. εξέταση
  2. έρευνα
  3. (νομικός όρος) ανάκριση (προκειμένου να έρθει μια υπόθεση στα δικαστήρια)
  4. διαμάχη, διαφωνία

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία