διακρίβωσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | διακρίβωσῐς | αἱ | διακριβώσεις | ||||
γενική | τῆς | διακριβώσεως | τῶν | διακριβώσεων | ||||
δοτική | τῇ | διακριβώσει | ταῖς | διακριβώσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | διακρίβωσῐν | τὰς | διακριβώσεις | ||||
κλητική ὦ! | διακρίβωσῐ | διακριβώσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διακριβώσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | διακριβωσέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαδιακρίβωσις θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- διακρίβωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.