ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐπίχωσῐς αἱ ἐπιχώσεις
      γενική τῆς ἐπιχώσεως τῶν ἐπιχώσεων
      δοτική τῇ ἐπιχώσει ταῖς ἐπιχώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἐπίχωσῐν τὰς ἐπιχώσεις
     κλητική ! ἐπίχωσῐ ἐπιχώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐπιχώσει
γεν-δοτ τοῖν  ἐπιχωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐπίχωσις < ἐπιχώννυμι < χώννυμι < χόω. Μορφολογικά, ἐπί- + χω- + -σις.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἐπίχωσις θηλυκό