ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διομολόγησῐς αἱ διομολογήσεις
      γενική τῆς διομολογήσεως τῶν διομολογήσεων
      δοτική τῇ διομολογήσει ταῖς διομολογήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν διομολόγησῐν τὰς διομολογήσεις
     κλητική ! διομολόγησῐ διομολογήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διομολογήσει
γεν-δοτ τοῖν  διομολογησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διομολόγησις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική διομολογέω / διομολογῶ < δι- (δια-) + ὁμολογέω), διομολογη- + -σις
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: διομολόγηση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διομολόγησις, -εως θηλυκό