Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

διομολογήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος διομολογώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διομολογώ
  3. θα διομολογήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διομολογώ