↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δυσαρέστησῐς αἱ δυσαρεστήσεις
      γενική τῆς δυσαρεστήσεως τῶν δυσαρεστήσεων
      δοτική τῇ δυσαρεστήσει ταῖς δυσαρεστήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν δυσαρέστησῐν τὰς δυσαρεστήσεις
     κλητική ! δυσαρέστησῐ δυσαρεστήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δυσαρεστήσει
γεν-δοτ τοῖν  δυσαρεστησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δυσαρέστησις < δυσαρεστέω / δυσαρεστῶ, δυσαρσεστη- + -σις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δυσαρέστησις θηλυκό

  1. δυσφορία, δεινοπάθεια
  2. (ελληνιστική σημασία)
    1. δυσαρέστηση, δυσαρέσκεια
    2. (ιατρική) η δυσαρεστία