δυσαρέστησις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | δυσαρέστησῐς | αἱ | δυσαρεστήσεις |
γενική | τῆς | δυσαρεστήσεως | τῶν | δυσαρεστήσεων |
δοτική | τῇ | δυσαρεστήσει | ταῖς | δυσαρεστήσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | δυσαρέστησῐν | τὰς | δυσαρεστήσεις |
κλητική ὦ! | δυσαρέστησῐ | δυσαρεστήσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δυσαρεστήσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | δυσαρεστησέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δυσαρέστησις < δυσαρεστέω / δυσαρεστῶ, δυσαρσεστη- + -σις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδυσαρέστησις θηλυκό
- δυσφορία, δεινοπάθεια
- (ελληνιστική σημασία)
Πηγές
επεξεργασία- δυσαρέστησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .