↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διοίκησῐς αἱ διοικήσεις
      γενική τῆς διοικήσεως τῶν διοικήσεων
      δοτική τῇ διοικήσει ταῖς διοικήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν διοίκησῐν τὰς διοικήσεις
     κλητική ! διοίκησῐ διοικήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διοικήσει
γεν-δοτ τοῖν  διοικησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διοίκησις < διοικέω / διοικῶ < δι- ((δια-) + οἰκέω), διοικη- + -σις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διοίκησις, -εως θηλυκό

  1. (πολιτική) η διοίκηση, η κυβέρνηση μιας πόλης
  2. (ιδίως) η διαχείριση ταμείου
  3. (ελληνιστική σημασία) ρωμαϊκή διοικητική περιφέρεια
  4. (ελληνιστική σημασία) εκκλησιαστική διοικητική υποδιαίρεση