διοικήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαδιοικήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διοικώ
- θα διοικήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διοικώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαδιοικήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διοίκηση