↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κάππαρῐς αἱ καππάρεις
      γενική τῆς καππάρεως
ιωνικός: καππάριος
τῶν καππάρεων
      δοτική τῇ καππάρει ταῖς καππάρεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κάππαρῐν τὰς καππάρεις
     κλητική ! κάππαρῐ καππάρεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καππάρει
γεν-δοτ τοῖν  καππαρέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κάππαρις < δάνειο άγνωστης ετυμολογίας

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κάππαρις θηλυκό

Απόγονοι

επεξεργασία

κάππαρις (αρχαία ελληνικά)

νέα ελληνικά: κάππαρη
κλασικά συριακά: ܩܦܪ (qappar) ή ܟܦܪ‎ (kappar)
αραβικά: كبر (kabar, kabbar, qabbar)
ισπανικά: alcappara, alcapparo
πορτογαλικά: alcappara
λατινικά: capparis
αγγλικά: caper
ιταλικά: cappero
γαλλικά: câpre
οθωμανικά τουρκικά: كبره (gebere)
τουρκικά: gebre