ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διάπλασῐς αἱ διαπλάσεις
      γενική τῆς διαπλάσεως τῶν διαπλάσεων
      δοτική τῇ διαπλάσει ταῖς διαπλάσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν διάπλασῐν τὰς διαπλάσεις
     κλητική ! διάπλασῐ διαπλάσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διαπλάσει
γεν-δοτ τοῖν  διαπλασέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

διάπλασις, -εως θηλυκό