διαπλάσσω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- διαπλάσσω < αρχαία ελληνική διαπλάσσω < διά + πλάσσω
Ρήμα
επεξεργασία
διαπλάσσω
- (λόγιο) άλλη μορφή του διαπλάθω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διαπλάσσω
|