γειτνίασις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | γειτνίασῐς | αἱ | γειτνιάσεις |
γενική | τῆς | γειτνιάσεως | τῶν | γειτνιάσεων |
δοτική | τῇ | γειτνιάσει | ταῖς | γειτνιάσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | γειτνίασῐν | τὰς | γειτνιάσεις |
κλητική ὦ! | γειτνίασῐ | γειτνιάσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γειτνιάσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | γειτνιασέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γειτνίασις < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγειτνίασις θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- γειτνίασις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γειτνίασις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.