γειτνιάσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαγειτνιάσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος γειτνιάζω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γειτνιάζω
- θα γειτνιάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γειτνιάζω